- ακριβούτσικος
- -η και -ια, -οο σχετικά ακριβός, λίγο υπερτιμημένος.[ΕΤΥΜΟΛ. υποκορ. τού επιθ. ακριβός).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακριβός — ή, ό 1. (για πράγματα) αυτός που έχει μεγάλη αγοραστική αξία, που κοστίζει πολύ 2. πολύτιμος, τιμαλφής, βαρύς 3. αυτός που απαιτεί πολλά έξοδα, δαπανηρός, πολυέξοδος 4. (για πρόσωπα) αυτός που πουλά σε υψηλή τιμή 5. αυτός που τόν βλέπει κανείς… … Dictionary of Greek
αρμυρούτσικος — η, ο 1. αρκετά αλμυρός 2. λιγάκι υπερτιμημένος, ακριβούτσικος … Dictionary of Greek